imbécile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: imbecile

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

imbécile (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
imbécile imbéciles

imbécile (fr)

  1. o βλάκας, o ηλίθιος, το κορόιδο, ο κουτεντές
  2. (παρωχημένο) άτομο που έχει καθηλωθεί η νοητική του εξέλιξη στην παιδική ηλικία

Συγγενικά[επεξεργασία]