arriéré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arriéré | arriérés |
θηλυκό | arriérée | arriérées |
arriéré (fr)
- καθυστερημένος (οικονομικά ή διανοητικά)
- οπισθοδρομικός