αξιωματικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξιωματικά < αξιωματικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]αξιωματικά και αξιωματικώς
- που τον διέπει η αξιωματικότητα
- σχετικά με ένα αξίωμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τα αξιωματικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός
βλ. αξιωματικός
- ουδέτερο• ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθέτου "ο αξιωματικός"
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξιωματικά
|