officier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
officier | officiers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- officier < λατινική officiarius
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
officier (fr) αρσενικό
- ο αξιωματικός
- ο αξιωματούχος
- Officier d'une charge civile
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
officier (fr)