επίσημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ε.ˈpi.si.ma/
Επίρρημα[επεξεργασία]
επίσημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίσημα
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίσημα | τα | επισήματα |
γενική | του | επισήματος | των | επισημάτων |
αιτιατική | το | επίσημα | τα | επισήματα |
κλητική | επίσημα | επισήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίσημα < αρχαία ελληνική ἐπίσημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίσημα ουδέτερο
- σφραγίδα ή άλλο διακριτικό σημάδι που βεβαιώνει τη γνησιότητα του πράγματος στο οποίο είναι αποτυπωμένο
- αυτοκόλλητο που επικολλάται στη ράχη των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης και αναγράφει τον ταξινομικό αριθμό ή άλλα στοιχεία