Μετάβαση στο περιεχόμενο

officially

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός officially
συγκριτικός more officially
υπερθετικός most officially

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
officially < official + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

officially (en)