formally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός formally
συγκριτικός more formally
υπερθετικός most formally

Ετυμολογία [επεξεργασία]

formally < formal + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

formally (en)

  1. τυπικά, με πολύ σωστό τρόπο που είναι κατάλληλος για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
    He greeted him formally.
    Τον χαιρέτησε τυπικά.
    He dresses very formally.
    Ντύνεται πολύ τυπικά.
     αντώνυμα: informally
  2. τυπικά, επίσημα, με τρόπο που ακολουθεί τους επίσημους κανόνες
    a marriage formally and effectively dead - ένας γάμος τυπικά και ουσιαστικά νεκρός
    The new government formally repealed laws that had over time become irrelevant.
    Η νέα κυβέρνηση κατάργησε και τυπικά νόμους που από καιρό είχαν ατονήσει.
     συνώνυμα: officially

Πηγές[επεξεργασία]