formal
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | formal |
συγκριτικός | more formal |
υπερθετικός | most formal |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- formal < (κληρονομημένο) μέση αγγλική formel < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική formel < λατινική formalis < forma· → δείτε και τη λέξη form
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]formal (en)
- επίσημος, τυπικός, εθιμοτυπικός, για ένα στυλ ντυσίματος, ομιλίας, γραφής, συμπεριφοράς κ.λπ. που είναι πολύ σωστό και κατάλληλο για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
- ⮡ I don’t think that this dress is appropriate for a formal dinner.
- Δεν νομίζω πως αυτό το φόρεμα είναι κατάλληλο για επίσημο δείπνο.
- ⮡ His behavior is always formal.
- Η συμπεριφορά του είναι πάντα τυπική.
- ⮡ He is very formal with his subordinates and doesn’t create personal relationships.
- Είναι πολύ τυπικός με τους υφισταμένους του και δε δημιουργεί προσωπικές σχέσεις.
- ≈ συνώνυμα: official
- ⮡ I don’t think that this dress is appropriate for a formal dinner.
- τυπικός, για εκπαίδευση ή κατάρτιση που λαμβάνεται σε σχολείο, κολέγιο ή πανεπιστήμιο, με μαθήματα, εξετάσεις κτλ., αντί να αποκτάται μόνο μέσω πρακτικής εμπειρίας
- ⮡ He has a lot of knowledge, but lacks the formal qualifications.
- Έχει πολλές γνώσεις, του λείπουν όμως τα τυπικά προσόντα.
- ⮡ He has a lot of knowledge, but lacks the formal qualifications.
- κανονικός, συμμετρικός
- μορφολογικός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- formal logic
- formal parameter (πληροφορική)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (επίσημοι ή τυπικοί όροι στη γλώσσα) Κατηγορία:Επίσημοι όροι (αγγλικά) στο Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- formal - Oxford Learner's Dictionaries
- D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 221.
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]formal (de)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Επίθετα (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)