formal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός formal
συγκριτικός more formal
υπερθετικός most formal

Ετυμολογία [επεξεργασία]

formal < (κληρονομημένο) μέση αγγλική formel < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική formel < λατινική formalis < forma· → δείτε και τη λέξη form

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɔɹməl/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

formal (en)

  1. επίσημος, τυπικός, εθιμοτυπικός, για ένα στυλ ντυσίματος, ομιλίας, γραφής, συμπεριφοράς κ.λπ. που είναι πολύ σωστό και κατάλληλο για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
    I don’t think that this dress is appropriate for a formal dinner.
    Δεν νομίζω πως αυτό το φόρεμα είναι κατάλληλο για επίσημο δείπνο.
    His behavior is always formal.
    Η συμπεριφορά του είναι πάντα τυπική.
    He is very formal with his subordinates and doesn’t create personal relationships.
    Είναι πολύ τυπικός με τους υφισταμένους του και δε δημιουργεί προσωπικές σχέσεις.
     συνώνυμα: official
  2. τυπικός, για εκπαίδευση ή κατάρτιση που λαμβάνεται σε σχολείο, κολέγιο ή πανεπιστήμιο, με μαθήματα, εξετάσεις κτλ., αντί να αποκτάται μόνο μέσω πρακτικής εμπειρίας
    He has a lot of knowledge, but lacks the formal qualifications.
    Έχει πολλές γνώσεις, του λείπουν όμως τα τυπικά προσόντα.
  3. κανονικός, συμμετρικός
  4. μορφολογικός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

formal (de)