formel
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | formel | formels |
θηλυκό | formelle | formelles |
Επίθετο
[επεξεργασία]formel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | formel | formels |
θηλυκό | formelle | formelles |
formel (fr)