συμμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική symétrique < symétrie < αρχαία ελληνική συμμετρία < σύν + μέτρον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /simεtɾiˈkɔs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐με‐τρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
συμμετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη συμμετρία, αναφέρεται σ’ αυτή ή βρίσκεται σε συμμετρία όσον αφορά κάτι άλλο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- συμμετρικά
- συμμετρικότητα
- → δείτε τις λέξεις συμμετρία, συν και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμμετρικός