Μετάβαση στο περιεχόμενο

συμμετρία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμετρία οι συμμετρίες
      γενική της συμμετρίας των συμμετριών
    αιτιατική τη συμμετρία τις συμμετρίες
     κλητική συμμετρία συμμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αξονική συμμετρία σε αβγό.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμμετρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμετρία < σύμμετρ(ος) + -ία < σύν (συμ-) + μέτρον & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symétrie [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.meˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμμετρία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμμετρία θηλυκό

  1. (γεωμετρία) η πλήρης αντιστοιχία όλων των σημείων ενός σχήματος ή στερεού σε σχέση με κάποιον νοητό άξονα, σημείο ή επίπεδο αναφοράς
  2. η αρμονία που συνεπάγεται απ’ αυτή τη σχέση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]