συμμετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμετρία < αρχαία ελληνική συμμετρία < σύμμετρος < σύν + μέτρον (σε κάποιες σημασίες: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική symétrie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμμετρία θηλυκό
- (γεωμετρία) η πλήρης αντιστοιχία όλων των σημείων ενός σχήματος ή στερεού σε σχέση με κάποιον νοητό άξονα, σημείο ή επίπεδο αναφοράς
- η αρμονία που συνεπάγεται απ’ αυτή τη σχέση