αξονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξονικός | η | αξονική | το | αξονικό |
γενική | του | αξονικού | της | αξονικής | του | αξονικού |
αιτιατική | τον | αξονικό | την | αξονική | το | αξονικό |
κλητική | αξονικέ | αξονική | αξονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξονικοί | οι | αξονικές | τα | αξονικά |
γενική | των | αξονικών | των | αξονικών | των | αξονικών |
αιτιατική | τους | αξονικούς | τις | αξονικές | τα | αξονικά |
κλητική | αξονικοί | αξονικές | αξονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axonique < αρχαία ελληνική ἄξων + {[π|-ικός}}
Επίθετο
[επεξεργασία]αξονικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τον άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον Άξονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ιατρική) νευραξονικός, που αφορά νευράξονες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- αξονική κίνηση
- αξονική στεφανιογραφία
- αξονική συμμετρία
- αξονική τομογραφία
- αξονικό νημάτιο
- αξονικός κύλινδρος
- αξονικός τομογράφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αξονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αξονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)