αρμονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμονία | οι | αρμονίες |
γενική | της | αρμονίας | των | αρμονιών |
αιτιατική | την | αρμονία | τις | αρμονίες |
κλητική | αρμονία | αρμονίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμονία < αρχαία ελληνική ἁρμονία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμονία θηλυκό
- η συμμετρία που παρατηρείται στη σχέση (σχεδόν πάντα αφορά ελάχιστα κοινά πολλαπλάσια) κάποιων μεταξύ τους και με το όλον
- το να "χωράει εφαρμοστά" κάτι μέσα σε κάτι άλλο καθώς μεταβάλλεται σύμφωνα με ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο ή την χρυσή τομή ή βάση αλγορίθμου ή συνάντησης
- (μουσική) το ταίριασμα των μουσικών φθόγγων (σχεδόν πάντα αφορά ελάχιστα κοινά πολλαπλάσια), ώστε να παράγεται ευχάριστο άκουσμα
- ομόνοια, σύμπνοια
- ηρεμία, γαλήνη