αρμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αρμός | αρμοί |
γενική | αρμού | αρμών |
αιτιατική | αρμό | αρμούς |
κλητική | αρμέ | αρμοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αρμός< αρχαία ελληνική ἁρμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμός αρσενικό
- το σημείο στο οποίο εφάπτονται δυο ή περισσότερες επιφάνειες
- το κενό, σχισμή, που δημιουργείται μεταξύ δυο επιφανειών που έχουν συνενωθεί
- οι κλειδώσεις στα κόκκαλα, η άρθρωση
- είδος εσωτερικού σύρτη πόρτας
- το ταίριασμα συγχορδιών και μελωδιών δηλαδή η αρμονία