αρμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρμός | οι | αρμοί |
γενική | του | αρμού | των | αρμών |
αιτιατική | τον | αρμό | τους | αρμούς |
κλητική | αρμέ | αρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]αρμός< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁρμός [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρμός αρσενικό
- το σημείο στο οποίο εφάπτονται δυο ή περισσότερες επιφάνειες
- το κενό, σχισμή, που δημιουργείται μεταξύ δυο επιφανειών που έχουν συνενωθεί
- οι κλειδώσεις στα κόκκαλα, η άρθρωση
- είδος εσωτερικού σύρτη πόρτας
- το ταίριασμα συγχορδιών και μελωδιών, δηλαδή η αρμονία
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
αρμο-
αρμο-
- ανάρμοστος
- αρμογή
- αρμόζω & συγγενικά, σύνθετα
- αρμοκάλυπτρο
- αρμολόγημα
- αρμολόγηση
- αρμολογώ
- αρμοστεία
- αρμοστής
- αρμόστοκος
- αρμοστός
→ και δείτε αρμόδιος, αρμονία και την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar-
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)