αρμογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμογή | οι | αρμογές |
γενική | της | αρμογής | των | αρμογών |
αιτιατική | την | αρμογή | τις | αρμογές |
κλητική | αρμογή | αρμογές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμογή < αρχαία ελληνική ἁρμογή < ἁρμόζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμογή θηλυκό
- το σημείο όπου συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
- ο τρόπος που συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
- (συν)ταίριασμα, δέσιμο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμογή
|