αρμογή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμογή οι αρμογές
      γενική της αρμογής των αρμογών
    αιτιατική την αρμογή τις αρμογές
     κλητική αρμογή αρμογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμογή < αρχαία ελληνική ἁρμογή < ἁρμόζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμογή θηλυκό

  1. το σημείο όπου συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
  2. ο τρόπος που συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
  3. (συν)ταίριασμα, δέσιμο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]