φυσαρμόνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσαρμόνικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fisarmonica
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.saɾˈmo.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σαρ‐μό‐νι‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσαρμόνικα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) μικρό πνευστό μουσικό όργανο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)