πνευστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευστός < ελληνιστική κοινή πνευστός < αρχαία ελληνική πνέω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Blasinstrument[1] [2])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pnefˈstɔs/
- συλλαβισμός : πνευ‐στός
Επίθετο[επεξεργασία]
πνευστός, -ή, -ό
- που παράγεται με φύσημα ή λειτουργεί μ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) πνευστό: (μουσική) το μουσικό όργανο που παράγει ήχο με φύσημα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πνέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευστό μουσικό όργανο
|
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
- ↑ «πνευστός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)