σαξόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
γενική | του | σαξοφώνου | των | σαξοφώνων |
αιτιατική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
κλητική | σαξόφωνο | σαξόφωνα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαξόφωνο < γαλλική saxophone < saxo- + phone (φωνή)
- Η λέξη προέρχεται από το όνομα του Adolphe Sax (1814-1894), Βέλγου κατασκευαστή οργάνων
Προφορά[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
γενική | του | σαξόφωνου | των | σαξόφωνων |
αιτιατική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
κλητική | σαξόφωνο | σαξόφωνα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ΔΦΑ : /sa.ˈksɔ.fɔ.nɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαξόφωνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) πνευστό μεταλλικό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα σωλήνα με 24 οπές, οι οποίες ελέγχονται με κλειδιά με κάλυμμα, και επιστόμιο, το οποίο μοιάζει με αυτό του κλαρινέτου
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σαξόφωνο στη Βικιπαίδεια