Βέλγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βέλγος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βέλγος οι Βέλγοι
      γενική του Βέλγου των Βέλγων
    αιτιατική τον Βέλγο τους Βέλγους
     κλητική Βέλγε Βέλγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βέλγος < Βέλγ(ιο) + -ος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvel.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βέλ‐γος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βέλγος αρσενικό (θηλυκό Βελγίδα ή Βέλγα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]