κλαρίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαρίνο | τα | κλαρίνα |
γενική | του | κλαρίνου | των | κλαρίνων |
αιτιατική | το | κλαρίνο | τα | κλαρίνα |
κλητική | κλαρίνο | κλαρίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαρίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική clarino < claro < λατινική clarus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kel- / *kle- (καλώ, φωνάζω). Δείτε και κλαρινέτο.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /klaˈɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλα‐ρί‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαρίνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό λαϊκό πνευστό όργανο με μικρές διαφορές από το κλαρινέτο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στέκομαι κλαρίνο: στέκομαι εντελώς ακίνητος, στέκομαι προσοχή, δείχνοντας απόλυτη πειθαρχία μπροστά σε κάποιον ανώτερο ή σε κάποιον που φοβάμαι
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν χρησιμοποιούν διαφορετική λέξη δείτε: κλαρινέτο
κλαρίνο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)