κλαρινετίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κλαρινετίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική clarinettista (ο/η εκτελεστής κλαρινέτου) + -ς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλαρινετίστας αρσενικό (θηλυκό κλαρινετίστα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κλαρινιτζής (λαϊκό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλαρινετίστας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)