ευθύαυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευθύαυλος | οι | ευθύαυλοι |
γενική | του | ευθύαυλου & ευθυαύλου |
των | ευθύαυλων & ευθυαύλων |
αιτιατική | τον | ευθύαυλο | τους | ευθύαυλους & ευθυαύλους |
κλητική | ευθύαυλε | ευθύαυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθύαυλος < καθαρεύουσα εὐθύαυλος, κατά το πλαγίαυλος. Μορφολογικά, ευθύ- + αυλός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευθύαυλος αρσενικό
- (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το κλαρινέτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πλαγίαυλος (φλάουτο
- βαρύαυλος
- οξύαυλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθύαυλος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευθύ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)