αυλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυλός | οι | αυλοί |
γενική | του | αυλού | των | αυλών |
αιτιατική | τον | αυλό | τους | αυλούς |
κλητική | αυλέ | αυλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eulos (σωλήνας)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐λός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυλός αρσενικό
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από καλάμι ή μακρόστενο σωλήνα από άλλο υλικό, μέσα στα οποία φυσάει ο αυλητής, ενώ συγχρόνως πιέζει με τα δάχτυλά του τις τρύπες που έχει ο σωλήνας
- (γενικότερα) κάθε είδος φλάουτου
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με αυλό: εργαλείο, εξάρτημα μηχανής κ.λπ.
- (ανατομία) κοιλότητα ή σωληνοειδής αγωγός σε κάποιον οργανισμό
- το καμινέτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)