πύραυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύραυλος οι πύραυλοι
      γενική του πύραυλου
πυραύλου
των πύραυλων
πυραύλων
    αιτιατική τον πύραυλο τους πύραυλους
πυραύλους
     κλητική πύραυλε πύραυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εκτόξευση πυραύλου
πύραυλος με αμύγδαλα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πύραυλος < (λόγιο) πύρ- (αρχαία ελληνική πῦρ) + αυλ(ός) (αρχαία ελληνική αὐλός) + -ος, απόδοση για τη γαλλική fusée[1] < fuseau «αδράχτι - οτιδήποτε έχει κωνικό σχήμα».

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpi.ɾa.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πύ‐ραυ‐λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πύραυλος αρσενικό

  1. (τεχνολογία) κινητήρας που προωθείται με βάση τον νόμο της δράσης - αντίδρασης, εκτοξεύοντας κάτι, συχνά αέρια υπό πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση της πορείας του
    ο πρώτος ελληνικός δορυφόρος εκτοξεύτηκε από έναν πύραυλο Άτλας-5 το 2003
  2. (συνεκδοχικά) το διαστημικό όχημα που κινείται με τη βοήθεια πυραύλου
  3. (στρατιωτικός όρος) βλήμα με αυτόνομο σύστημα προώσεως, το οποίο εκτοξεύεται από μια βάση και μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Χρησιμοποιείται για απομακρυσμένους στόχους
    οι ΗΠΑ έχουν περίπου 450 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους στα αποθέματα όπλων τους
  4. πυροτέχνημα που εκτοξεύεται ψηλά και εκρήγνυται στον αέρα
  5. (γαστρονομία) συσκευασμένο και τυποποιημένο παγωτό σε λεπτό και τραγανό μπισκότο που έχει σχήμα κώνου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]