πυραυλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυραυλικός η πυραυλική το πυραυλικό
      γενική του πυραυλικού της πυραυλικής του πυραυλικού
    αιτιατική τον πυραυλικό την πυραυλική το πυραυλικό
     κλητική πυραυλικέ πυραυλική πυραυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυραυλικοί οι πυραυλικές τα πυραυλικά
      γενική των πυραυλικών των πυραυλικών των πυραυλικών
    αιτιατική τους πυραυλικούς τις πυραυλικές τα πυραυλικά
     κλητική πυραυλικοί πυραυλικές πυραυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυραυλικός < πύραυλος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πυραυλικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]