πυραυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πυραυλικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πύραυλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυραυλικός
|