παγωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγωτό | τα | παγωτά |
γενική | του | παγωτού | των | παγωτών |
αιτιατική | το | παγωτό | τα | παγωτά |
κλητική | παγωτό | παγωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγωτό < πάγ(ος) + -ωτό (ουδέτερο της κατάληξης -ωτός), μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική gelato[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γω‐τό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/1f/Ice_Cream_dessert_01.jpg/200px-Ice_Cream_dessert_01.jpg)
παγωτό ουδέτερο
- (γλυκό) παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής, που φτιάχνεται με βάση το γάλα και τρώγεται παγωμένο
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πάγος
Υπώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγωτό
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παγωτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)