сладолед
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сладолед (bg) αρσενικό
- το παγωτό
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сладолед (sr) (λατινική γραφή: sladoled) αρσενικό
- το παγωτό
Σλαβομακεδονικά (mk) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сладолед (mk) αρσενικό
- το παγωτό