сладолед

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
сладолед < сладък (γλυκός) και лед (πάγος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сладолед (bg) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сладолед (sr) (λατινική γραφή: sladoled) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сладолед (mk) αρσενικό