Eis
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Eis | — | |
γενική | des | Eises | — | |
δοτική | dem | Eis Eise |
— | |
αιτιατική | das | Eis | — |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Eis < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική īs < παλαιά άνω γερμανική īs [1] < πρωτογερμανική *īsą- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁eyH- [2]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Eis (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- ο πάγος
- ⮡ Die Straße wird rutschig, wenn sich im Winter Eis bildet.
- Ο δρόμος γίνεται ολισθηρός, όταν σχηματίζεται πάγος τον χειμώνα.
- ⮡ Die Straße wird rutschig, wenn sich im Winter Eis bildet.
- (γλυκό) το παγωτό
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Eis στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]Eis (de) ουδέτερο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Eis αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γλυκά (γερμανικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)