κινητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινητήρας < αρχαία ελληνική κινητήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινητήρας αρσενικό
- (μηχανολογία): οποιαδήποτε μηχανή που το παραγόμενο ωφέλιμο έργο της είναι μηχανική ενέργεια ή κινητήριο έργο, ανάλογα δε της μορφής ενέργειας που λαμβάνει και καταναλώνει χαρακτηρίζεται επιπρόσθετα και με αντίστοιχη ή σύνθετη ονομασία.