motor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Motor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

motor (en)

  1. ο κινητήρας



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

motor (ro) αρσενικό

  1. ο κινητήρας, το μοτέρ