Μετάβαση στο περιεχόμενο

motori

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

motori (io)


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
motore motori

motori (it)