γενικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενικά < γενικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.niˈka/

Επίρρημα[επεξεργασία]

γενικά

  1. από συνολική άποψη
    είμαστε γενικά ευχαριστημένοι από την εξέλιξη των πραγμάτων
  2. συνήθως
    είναι κλειστός άνθρωπος και, γενικά, δε βγαίνει πολύ
  3. αόριστα, χωρίς λεπτομέρειες
    μου μίλησε πολύ γενικά και δεν κατάλαβα πολλά

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γενικά