δυσαρμονικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσαρμονικά < δυσαρμονικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.saɾ.mo.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σαρ‐μο‐νι‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]δυσαρμονικά
- με δυσαρμονικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δυσαρμονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυσαρμονικό, ουδέτερο του δυσαρμονικός