ασύμμετρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύμμετρος, -η, -ο
- που δεν έχει συμμετρία
- ≈ συνώνυμα: δυσανάλογος
- ≠ αντώνυμα: σύμμετρος
- που δεν είναι συμμετρικός
[επεξεργασία]
- ασύμμετρα
- ασυμμέτρως
- → δείτε τις λέξεις συμμετρία και μέτρο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ασύμμετρο άνθος:
- ασύμμετρο δίζυγο:
- ασύμμετροι ζυγοί:
- ασύμμετρος αριθμός:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύμμετρος