official
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]official (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
official | officials |
official (en)
official (en)
ενικός | πληθυντικός |
official | officials |
official (en)