form
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
form | forms |
form (en)
- μορφή
- φόρμα, σχήμα
- φόρμα, έντυπο με κενά προς συμπλήρωση
- το τυπικό που ακολουθείται, πχ σε μια ιεροτελεστία
- ο τύπος σε αντίθεση με την ουσία
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | form |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forms |
αόριστος | formed |
παθητική μετοχή | formed |
ενεργητική μετοχή | forming |
form (en)
- σχηματίζω
- αποτελώ, είμαι κάτι, έχω μια συγκεκριμένη λειτουργία ή μορφή
- ↪ The River Evros forms the boundary between Greece and Turkey.
- Ο Έβρος αποτελεί το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
- ↪ The River Evros forms the boundary between Greece and Turkey.