form

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

form (en)

  1. μορφή
  2. φόρμα, σχήμα
  3. φόρμα, έντυπο με κενά προς συμπλήρωση
  4. το τυπικό που ακολουθείται, πχ σε μια ιεροτελεστία
  5. ο τύπος σε αντίθεση με την ουσία

Ρήμα[επεξεργασία]

form (en)