form

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
form forms

form (en)

  1. μορφή
  2. φόρμα, σχήμα
  3. φόρμα, έντυπο με κενά προς συμπλήρωση
  4. το τυπικό που ακολουθείται, πχ σε μια ιεροτελεστία
  5. ο τύπος σε αντίθεση με την ουσία

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας form
γ΄ ενικό ενεστώτα forms
αόριστος formed
παθητική μετοχή formed
ενεργητική μετοχή forming

form (en)

  1. σχηματίζω
  2. αποτελώ, είμαι κάτι, έχω μια συγκεκριμένη λειτουργία ή μορφή
    The River Evros forms the boundary between Greece and Turkey.
    Ο Έβρος αποτελεί το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Πηγές[επεξεργασία]