form
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
form (en)
- μορφή
- φόρμα, σχήμα
- φόρμα, έντυπο με κενά προς συμπλήρωση
- το τυπικό που ακολουθείται, πχ σε μια ιεροτελεστία
- ο τύπος σε αντίθεση με την ουσία
Ρήμα[επεξεργασία]
form (en)