Μετάβαση στο περιεχόμενο

φόρμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: φορμά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρμα οι φόρμες
      γενική της φόρμας των φορμών
    αιτιατική τη φόρμα τις φόρμες
     κλητική φόρμα φόρμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φόρμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική forma < λατινική forma < ετρουσκική *morma < αρχαία ελληνική μορφή (αντιδάνειο)
φόρμα για κέικ
αθλητική φόρμα
εργάτης με φόρμα και κράνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φόρμα θηλυκό

  1. καλούπι που δίνει μορφή σε άλλα αντικείμενα όταν αυτά είναι από από εύπλαστο υλικό ή γίνονται εύπλαστα κάτω από ειδικές συνθήκες
      Φόρμα για γλυκά.
  2. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του φορμαρίσματος
      Το παλτό/τα μαλλιά μου έχασαν τη φόρμα τους.
  3. (μεταφορικά) η μορφή ή τα χαρακτηριστικά στοιχεία διάφορων καλλιτεχνικών έργων
      Η φόρμα σονάτας.
      Οι φόρμες των ιμπρεσιονιστών.
      Οι νέες φόρμες στη μουσική.
  4. ρούχα για σκληρές, χειρωνακτικές ή γενικά κοπιαστικές δουλειές από τις οποίες μπορεί κάποιος να λερωθεί ή και το ρούχο του να φθαρεί/σκιστεί -συχνά ολόσωμα
      Η φόρμα του εργάτη.
      Η αθλητική φόρμα.
      Η φόρμα του μωρού.
      Η φόρμα αδυνατίσματος. (συνήθως για να ιδρώνει κάποιος και να χάνει βάρος)
  5. (μεταφορικά) η καλή και φυσική, σωματική ή ψυχολογική κατάσταση
      Δεν είμαι στις φόρμες μου σήμερα.
      Είμαι σε καλή/κακή φόρμα. < μάλλον από νεότερες εκφράσεις, όπως γαλλικά en forme, γερμανικά in Form και αγγλικά in form
  6. έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις το οποίο πρέπει να συμπληρώνει ένας ενδιαφερόμενος με τα στοιχεία του
      Συμπληρώστε παρακαλώ τη φόρμα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]