φόρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόρμα | οι | φόρμες |
γενική | της | φόρμας | των | φορμών |
αιτιατική | τη | φόρμα | τις | φόρμες |
κλητική | φόρμα | φόρμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φόρμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική forma < λατινική forma < ετρουσκική *morma < αρχαία ελληνική μορφή (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φόρμα θηλυκό
- καλούπι που δίνει μορφή σε άλλα αντικείμενα όταν αυτά είναι από από εύπλαστο υλικό ή γίνονται εύπλαστα κάτω από ειδικές συνθήκες
- φόρμα για γλυκά
- (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του φορμαρίσματος
- Το παλτό/τα μαλλιά μου έχασαν τη φόρμα τους
- (μεταφορικά) η μορφή ή τα χαρακτηριστικά στοιχεία διάφορων καλλιττεχνικών έργων
- η φόρμα σονάτας, οι φόρμες των ιμπρεσιονιστών, οι νέες φόρμες στη μουσική κ.λπ.
- ρούχα για σκληρές, χειρωνακτικές ή γενικά κοπιαστικές δουλειές από τις οποίες μπορεί κάποιος να λερωθεί ή και το ρούχο του να φθαρεί/σκιστεί -συχνά ολόσωμα
- η φόρμα του εργάτη, η αθλητική φόρμα, η φόρμα του μωρού, φόρμα αδυνατίσματος (συνήθως για να ιδρώνει κάποιος και να χάνει βάρος)
- (μεταφορικά) η φυσική κατάσταση,
- δεν είμαι στις φόρμες μου σήμερα, είμαι σε καλή φόρμα, σε κακή φόρμα < πιθανά ετυμολογείται από πιο νέες εκφράσεις, όπως γαλλικά en forme και αγγλικά in form
- έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις το οποίο πρέπει να συμπληρώνει ένας ενδιαφερόμενος με τα στοιχεία του
- Συμπληρώστε παρακαλώ τη φόρμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φορμάκι, φορμίτσα, φορμούλα (υποκοριστικά)
- φορμάρω, φορμαρισμένος, αφορμάριστος
- φόρμουλα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι σε φόρμα : είμαι σε καλή φόρμα, σε καλή κατάσταση (χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί το επίθετο καλή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ετρουσκικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)