φορμάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φορμάκι | τα | φορμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φορμάκι | τα | φορμάκια |
κλητική | φορμάκι | φορμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμάκι < υποκοριστικό του φόρμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορμάκι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη φορμούλα
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορμάκι
→ δείτε τη λέξη φορμούλα |