mold
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mold | molds |
mold (en) (ΗΠΑ) και mould (ΗΒ)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | molds |
αόριστος | molded |
παθητική μετοχή | molded |
ενεργητική μετοχή | molding |
mold (en)