mold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mold | molds |
mold (en) (ΗΠΑ) και mould (ΗΒ)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | molds |
αόριστος | molded |
παθητική μετοχή | molded |
ενεργητική μετοχή | molding |
mold (en)