πλάθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλάθω < αρχαία ελληνική πλάσσω < πρωτοελληνική *pláťťō < προελληνικό *platʰyō

Ρήμα[επεξεργασία]

πλάθω, πρτ.: έπλαθα, στ.μέλλ.: θα πλάσω, αόρ.: έπλασα, παθ.φωνή: πλάθομαι, μτχ.π.π.: πλασμένος

  1. δίνω ορισμένη μορφή με τα χέρια μου σε ένα σχετικά μαλακό υλικό
    Στην κουζίνα η νοικοκυρά πλάθει πολλά και διάφορα: κουλουράκια, σκαλτσούνια, λογιών-λογιών κεφτέδες, γιουβαρλάκια και πάει λέγοντας.
    (παθητική φωνή) Στην κεραμική ο τροχός σήμανε επανάσταση, γιατί επέτρεψε να πλάθονται ταχύτατα τα πήλινα σκεύη.
    Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε έξι μέρες, γιαυτό λέγεται και Πλάστης, το δε δημούργημά του πλάση.
    (παθ.μτχ.) Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος! (ειρωνικά)
  2. δημιουργώ κάτι με τη φαντασία μου, επινοώ
    Για να δικαιολογήσει την απουσία του, έπλασε ιστορίες γι' αγρίους.
    Στους «Αθλίους» ο Ουγκώ έπλασε χαρακτήρες που μένουν αξέχαστοι στον αναγνώστη.
  3. επηρεάζω καθοριστικά με την παρουσία, τη διδασκαλία και το παράδειγμα μου
    Η «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου σκοπό είχε να πλάσει τα ελληνόπουλα έτσι ώστε να γίνουν άνθρωποι χαρούμενοι, ενεργητικοί και δημιουργικοί.
    (παθητική φωνή) Ο Δάλαϊ Λάμα γεννιέται τέτοιος αλλά και πλάθεται -και μάλιστα από τα παιδικά του χρόνια- για να γίνει τέτοιος.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]