πλαστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλαστικός | η | πλαστική | το | πλαστικό |
| γενική | του | πλαστικού | της | πλαστικής | του | πλαστικού |
| αιτιατική | τον | πλαστικό | την | πλαστική | το | πλαστικό |
| κλητική | πλαστικέ | πλαστική | πλαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλαστικοί | οι | πλαστικές | τα | πλαστικά |
| γενική | των | πλαστικών | των | πλαστικών | των | πλαστικών |
| αιτιατική | τους | πλαστικούς | τις | πλαστικές | τα | πλαστικά |
| κλητική | πλαστικοί | πλαστικές | πλαστικά | |||
| η κλίση του θηλυκού όπως το γλυκός θεωρείται αδόκιμη | ||||||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλαστικός < αρχαία ελληνική πλαστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]πλαστικός
- που αποτελείται από πλαστικό (υλικό)
- (για τις τέχνες) που διαμορφώνουν κάποιο υλικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πλαστικός < πλάσσω
Επίθετο
[επεξεργασία]πλαστικός
- αυτός που μπορεί να διαμορφωθεί ή να διαμορφώσει
- (για τις τέχνες) που διαμορφώνουν κάποιο υλικό
- (για ανθρώπους) που είναι προικισμένος στις πλαστικές τέχνες
Πηγές
[επεξεργασία]- πλαστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.