Μετάβαση στο περιεχόμενο

plastic

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός plastic
συγκριτικός more plastic
υπερθετικός most plastic

plastic (en)

  • πλαστικός, που αποτελείται από πλαστικό
      a plastic bag - πλαστική σακούλα
      a plastic bottle - πλαστικό μπουκάλι
      I prefer the glass tumblers to the plastic ones.
    Προτιμώ τα γυάλινα ποτήρια από τα πλαστικά.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plastic plastics

plastic (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πλαστικό
      pieces of plastic - κομμάτια από πλαστικό
      the plastics industry - η βιομηχανία πλαστικών
      Our century can be characterized as the age of plastic.
    Ο αιώνας μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως εποχή του πλαστικού.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
plastic plastics

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plastic (fr) αρσενικό