πλάσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλάσμα | τα | πλάσματα |
γενική | του | πλάσματος | των | πλασμάτων |
αιτιατική | το | πλάσμα | τα | πλάσματα |
κλητική | πλάσμα | πλάσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλάσμα < αρχαία ελληνική πλάσμα < πλάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάσμα ουδέτερο
- ον, ζωντανός οργανισμός
- δημιούργημα
- πλάσμα της φαντασίας
- πολύ όμορφη γυναίκα
- (φυσική) κατάσταση της ύλης
- ιονιμένα ή καιόμενα αέρια
- υποκίτρινο υγρό αίματος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πλάσμα στη Βικιπαίδεια