εκτόπλασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτόπλασμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ectoplasme < αρχαία ελληνική ἐκτός + πλάσμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκτόπλασμα ουδέτερο
- (βιολογία): το εξωτερικό στρώμα του κυτοπλάσματος ενός κυττάρου
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτόπλασμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)