φορμαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορμάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
φορμαρισμένος
- αυτός που έχει φορμαριστεί, που έχει πάρει τη φόρμα που επιδίωκε ο ίδιος ή κάποιος άλλος
- φορμαρισμένα μαλλιά
- ο αθλητής που με εξάσκηση, σωστή διατροφή ή για άλλους λόγους που του προσφέρουν καλή φυσική κατάσταση, είναι έτοιμος για καλές επιδόσεις, είναι σε φόρμα (σε καλή φόρμα)
- Σήμερα ήταν πολύ φορμαρισμένος, όλη η ομάδα στηρίχτηκε επάνω του
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορμαρισμένος
|