φορμαρισμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμαρισμένα < φορμαρισμένος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
φορμαρισμένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορμαρισμένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φορμαρισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φορμαρισμένος