shape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shape | shapes |
shape (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shapes |
αόριστος | shaped |
παθητική μετοχή | shaped |
ενεργητική μετοχή | shaping |
shape (en)
- (μεταβατικό) φτιάχνω, σχηματίζω, σε σχήμα κάτι, κάνω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
- ↪ I am shaping pots out of clay.
- Φτιάχνω/Σχηματίζω αγγεία από πηλό.
- ↪ shaped like an orange - σε σχήμα πορτοκαλιού
- ↪ I am shaping pots out of clay.
- (μεταβατικό) διαμορφώνω, σχηματίζω, έχω σημαντική επιρροή στον τρόπο που αναπτύσσεται κάποιος ή κάτι
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- shape (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shape (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 861. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμορφώνω, σχηματίζω