shape

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shape shapes

shape (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shape
γ΄ ενικό ενεστώτα shapes
αόριστος shaped
παθητική μετοχή shaped
ενεργητική μετοχή shaping

shape (en)

  1. (μεταβατικό) φτιάχνω, σχηματίζω, σε σχήμα κάτι, κάνω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
    I am shaping pots out of clay.
    Φτιάχνω/Σχηματίζω αγγεία από πηλό.
    shaped like an orange - σε σχήμα πορτοκαλιού
  2. (μεταβατικό) διαμορφώνω, σχηματίζω, έχω σημαντική επιρροή στον τρόπο που αναπτύσσεται κάποιος ή κάτι
    I am shaping an opinion on something.
    Διαμορφώνω μια γνώμη για κάτι.
    They shaped their lives upon certain principles.
    Διαμόρφωσαν τη ζωή τους πάνω σε ορισμένες αρχές.
    It shapes a child’s character.
    Σχηματίζει το χαρακτήρα ενός παιδιού.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη form

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]