compose
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | compose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | composes |
αόριστος | composed |
παθητική μετοχή | composed |
ενεργητική μετοχή | composing |
Ρήμα
[επεξεργασία]compose (en)
ενεστώτας | compose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | composes |
αόριστος | composed |
παθητική μετοχή | composed |
ενεργητική μετοχή | composing |
compose (en)