informal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός informal
συγκριτικός more informal
υπερθετικός most informal

Ετυμολογία [επεξεργασία]

informal < in- + formal

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪnˈfɔɹm(ə)l/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

informal (en)

  • άτυπος, ανεπίσημος, που δε γίνεται σύμφωνα με ορισμένους τύπους, κανόνες ή νόμους
    an informal meeting of ministers - άτυπη/ανεπίσημη συνάντηση υπουργών
    an informal visit - μια ανεπίσημη επίσκεψη

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]