βιβλιοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοθήκη οι βιβλιοθήκες
      γενική της βιβλιοθήκης των βιβλιοθηκών
    αιτιατική τη βιβλιοθήκη τις βιβλιοθήκες
     κλητική βιβλιοθήκη βιβλιοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη.
Λεξικά πάνω σε ράφια βιβλιοθήκης.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλιοθήκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βιβλιοθήκη / βυβλιοθήκη < αρχαία ελληνική βιβλίον / βυβλίον (βιβλιο-) + -θήκη (< τίθημι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.vli.oˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐βλι‐ο‐θή‐κη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιβλιοθήκη θηλυκό

  1. δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος, κτήριο ή αίθουσα, που περιέχει βιβλία, κατάλληλα τοποθετημένα και ταξινομημένα. Στην περίπτωση της δημόσιας βιβλιοθήκης τα βιβλία ή όποιο άλλο πληροφοριακό υλικό βρίσκονται στη διάθεση του κοινού ή ειδικών επιστημόνων, τους οποίους αναλαμβάνουν να εξυπηρετήσουν οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης.
  2. ο οργανισμός που διευθύνει αυτό το χώρο
  3. η συλλογή των βιβλίων ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού
  4. έπιπλο με ράφια, κατάλληλο για την τοποθέτηση βιβλίων
  5. (πληροφορική) library: συλλογή έτοιμου επαναχρησιμοποιήσιμου κώδικα (υποπρογραμμάτα, συναρτήσεις, κλπ.), που μπορεί ο προγραμματιστής, ελεύθερα και με τον τρόπο που θεωρεί καλύτερο (σε αντίθεση με το framework), να τον ενσωματώσει στην κατασκευή άλλων προγραμμάτων
    υπερώνυμα: άρθρωμα
    υπώνυμα: πρότυπη βιβλιοθήκη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βιβλιοθήκη αἱ βιβλιοθῆκαι
      γενική τῆς βιβλιοθήκης τῶν βιβλιοθηκῶν
      δοτική τῇ βιβλιοθήκ ταῖς βιβλιοθήκαις
    αιτιατική τὴν βιβλιοθήκην τὰς βιβλιοθήκᾱς
     κλητική ! βιβλιοθήκη βιβλιοθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιβλιοθήκ
γεν-δοτ τοῖν  βιβλιοθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλιοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βιβλίον / βυβλίον (βιβλιο-) + -θήκη (< τίθημι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.vli.oˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐βλι‐ο‐θή‐κη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιβλιοθήκη θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]