βιβλιοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβλιοθήκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βιβλιοθήκη / βυβλιοθήκη < αρχαία ελληνική βιβλίον / βυβλίον (βιβλιο-) + -θήκη (< τίθημι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.vli.oˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐βλι‐ο‐θή‐κη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιβλιοθήκη θηλυκό
- δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος, κτήριο ή αίθουσα, που περιέχει βιβλία, κατάλληλα τοποθετημένα και ταξινομημένα. Στην περίπτωση της δημόσιας βιβλιοθήκης τα βιβλία ή όποιο άλλο πληροφοριακό υλικό βρίσκονται στη διάθεση του κοινού ή ειδικών επιστημόνων, τους οποίους αναλαμβάνουν να εξυπηρετήσουν οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης.
- ο οργανισμός που διευθύνει αυτό το χώρο
- η συλλογή των βιβλίων ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού
- έπιπλο με ράφια, κατάλληλο για την τοποθέτηση βιβλίων
- (πληροφορική) library: συλλογή έτοιμου επαναχρησιμοποιήσιμου κώδικα (υποπρογραμμάτα, συναρτήσεις, κλπ.), που μπορεί ο προγραμματιστής, ελεύθερα και με τον τρόπο που θεωρεί καλύτερο (σε αντίθεση με το framework), να τον ενσωματώσει στην κατασκευή άλλων προγραμμάτων
- υπερώνυμα: άρθρωμα
- υπώνυμα: πρότυπη βιβλιοθήκη
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κτήριο-χώρος
έπιπλο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βιβλιοθήκη | αἱ | βιβλιοθῆκαι |
γενική | τῆς | βιβλιοθήκης | τῶν | βιβλιοθηκῶν |
δοτική | τῇ | βιβλιοθήκῃ | ταῖς | βιβλιοθήκαις |
αιτιατική | τὴν | βιβλιοθήκην | τὰς | βιβλιοθήκᾱς |
κλητική ὦ! | βιβλιοθήκη | βιβλιοθῆκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιβλιοθήκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βιβλιοθήκαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβλιοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βιβλίον / βυβλίον (βιβλιο-) + -θήκη (< τίθημι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.vli.oˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐βλι‐ο‐θή‐κη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιβλιοθήκη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
- άλλη γραφή: βυβλιοθήκη
Πηγές[επεξεργασία]
- βιβλιοθήκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιβλιοθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιβλιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έπιπλα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα βιβλιο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)